νιόγαμπρος

νιόγαμπρος
ο новобрачный

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "νιόγαμπρος" в других словарях:

  • νιόγαμπρος — ο αυτός που έγινε γαμπρός πρόσφατα, που παντρεύτηκε πρόσφατα, ο νεόνυμφος. [ΕΤΥΜΟΛ. < νιο * + γαμπρός] …   Dictionary of Greek

  • νιόγαμπρος — ο ο νέος γαμπρός, αυτός που πρόσφατα πήρε γυναίκα, έγινε γαμπρός, αλλ. νιόπαντρος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • νε(ο)- — και νιο [ΑΜ νε(ο) ] α συνθετικό πάμπολλων λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επίθ. νέος και στον νεοελλ. τ. νιος. Δηλώνει τις σημασίες: α) τού πρόσφατου, αυτού που έχει συντελεστεί προ ολίγου (πρβλ. νεο σφαγής, νιό βγαλτος,… …   Dictionary of Greek

  • νεόγαμβρος — και νεόγαμπρος, ὁ (Μ) ο νιόγαμπρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο) * + γαμβρός] …   Dictionary of Greek

  • πρωτονύμφευτος — ον, Α αυτός που για πρώτη φορά ή αυτός που μόλις παντρεύτηκε, νιόγαμπρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πρωτ(ο) * + νυμφεύω] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»